- μυθήσασθαι
- μῡθήσασθαι , μυθέομαιspeakaor inf mpμυθέωspeakaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιγάρ — Α (συμπερ. μόριο) λοιπόν, επομένως, γι αυτό («κέλεαί με... μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος.... τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριο τοί (Ι) + γάρ] … Dictionary of Greek